οἰωνιστήριον

οἰωνιστήριον
οἰωνιστήριον
place for watching the flight of birds
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οιωνιστήριον — οἰωνιστήριον, τὸ (Α) 1. τόπος όπου άκουγαν τις κραυγές και παρακολουθούσαν το πέταγμα τών πουλιών για να προβλέψουν τα μελλούμενα («ἦν δὲ Ῥωμύλῳ μὲν οἰωνιστήριον τὸ Παλλάντιον», Δίον. Αλ.) 2. προφητικό σημάδι, προμήνυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνίζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”